τεκμηρίων

τεκμηρίων
τεκμήριον
sure sign
neut gen pl
τεκμηριόω
prove positively
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
τεκμηριόω
prove positively
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τεκμηριῶν — τεκμηριόω prove positively pres part act masc voc sg (doric aeolic) τεκμηριόω prove positively pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) τεκμηριόω prove positively pres part act masc nom sg τεκμηριόω prove positively pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκμηρίωση — η / τεκμηρίωσις, ώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεκμηριώνω, η συναγωγή συμπεράσματος βάσει τεκμηρίων, η θεμελίωση μιας άποψης με τεκμήρια νεοελλ. 1. τεχνολ. σύστημα λειτουργιών και μεθόδων που διευκολύνει τη συλλογή, αναζήτηση και… …   Dictionary of Greek

  • Георгулис, Константинос — Константинос Георгулис греч. Κωνσταντίνος Δ. Γεωργούλης Род деятельности: химик Дата рождения …   Википедия

  • Айософитис, Панайотис — Панайотис Айософитис греч. Παναγιώτης Αγιοσοφίτης Род деятельности: философ Дата рождения …   Википедия

  • μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… …   Dictionary of Greek

  • συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… …   Dictionary of Greek

  • τέκμαρση — η / τέκμαρσις, άρσεως, ΝΜΑ [τεκμαίρομαι] η από βέβαια σημεία κρίση, η συναγωγή συμπεράσματος βάσει τεκμηρίων αρχ. 1. η ικανότητα στη συναγωγή συμπερασμάτων 2. διάγνωση με βάση ορισμένα συμπτώματα …   Dictionary of Greek

  • τεκμαρτός — ή, ό / τεκμαρτός, ή, όν, ΝΜΑ [τεκμαίρομαι] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να συμπεράνει, να συναγάγει ως συμπέρασμα από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του νεοελλ. φρ. α) «τεκμαρτό εισόδημα» το εισόδημα που προσδιορίζεται με υπολογισμό βάσει… …   Dictionary of Greek

  • τεκμηριώνω — τεκμηριῶ, όω, ΝΜΑ, και μέσ. τεκμηριοῡμαι, όομαι, ΜΑ [τεκμήριον] αποδεικνύω με τεκμήρια, στηρίζω άποψη σε τεκμήριο (α. «δεν τεκμηρίωσε ικανοποιητικά την άποψή του» β. «τεκμηριοῑ δὲ μάλιστα Ὅμηρος», Θουκ.) νεοελλ. (το γ εν. πρόσ. ενεστ.)… …   Dictionary of Greek

  • Αλεβί, Ιούδας — (Judah Halevy ή Juda ha Levi, 1075 – 1141). Εβραίος φιλόσοφος και θεολόγος, ο μεγαλύτερος εθνικός ποιητής των Εβραίων από τη Διασπορά και μετά. Γεννήθηκε στην Καστίλη της Ισπανίας και σπούδασε στη Λουκένα. Εκείνο που χαρακτηρίζει την ποίηση του Α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”